Καρδίτσα

Ιστορικά στοιχεία

Θρησκευτικά στοιχεία
Οι δήμοι του νομού
Χάρτης κέντρου πόλης
Χάρτης νομού
Δραστηριότητες
Απογραφή πληθυσμού 2001
Βουλευτικές εκλογές 2004
Ξενάγηση
Λίμνη Νικολάου Πλαστήρα
Το άλσος Παυσιλύπου
Το άλσος Παπαράντζας
(Χίλια Δένδρα)
Βοτανικός Κήπος Νεοχωρίου
Εκπαιδευτικό δάσος Μπελοκομύτη
Το μοναστήρι της Κορώνας
Ιαματικός Τουρισμός
Επαγγελματικός Τουρισμός
Προσωπικότητες
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ζήσης Σκάρος
Δημήτρης Γιολδάσης
Γιώργος Βαλταδώρος
Αγιος Σεραφείμ
Φωτογραφικό Υλικό
καρδιτσα Καρδιτσα Καρδίτσα καρδίτσα ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Φωτογραφίες της πόλης
Αεροφωτογραφίες
Λίμνη Νικολάου Πλαστήρα
Λίμνη Νικολάου Πλαστήρα 2
Παυσίλυπo - Απρίλιος 2004

Ζήσης Σκάρος

Το πραγματικό του επώνυμο είναι Ζήσης, το ψευδώνυμο του Σκάρος. Το μικρό του όνομα είναι Απόστολος. Γεννήθηκε στο χωριό Κανάλια της Καρδίτσας. Από παιδί μυήθηκε στα ιδανικά της Οχτωβριανής επανάστασης και ποτέ δεν αλλαξοδρόμησε ιδεολογικά. Αναφέρει πως την πρώτη ώθηση για τα γράμματα την οφείλει στο οικογενειακό του περιβάλλον. Αλλά και τη σύνδεση του με το επαναστατικό εργατικό κίνημα την οφείλει στο ίδιο περιβάλλον. Είναι ο μικρότερος από άλλα έξι αδέρφια. Πέντε αδελφούς και μια αδελφή. Οι τρεις βγάλαν πανεπιστήμιο και οι υπόλοιποι τη μέση εκπαίδευση. Ο μεγαλύτερος αδερφός και τ' άλλα αγόρια νωρίς είχαν προσχωρήσει στο εργατικό κίνημα.

Τα πρώτα χρόνια ύστερα από τους πολύχρονους πολέμους και την Οχτωβριανή επανάσταση του 1917, οι επαναστατικές ιδέες απλώνονταν στην επαρχία όπως και στην Αθήνα. Οι συνθήκες τότε δε διάφεραν και πάρα πολύ. Το προλεταριάτο στην πρωτεύουσα και στις μικρότερες πόλεις το αποτελούσαν κυρίως εργάτες χειρώνακτες: καπνεργάτες, τσαγκαράδες, τυπογράφοι, εμποροϋπάλληλοι. Τα καπνομάγαζα στις θεσσαλικές πόλεις με τους εκατοντάδες και χιλιάδες καπνεργάτες και καπνεργάτριες κρατούσαν κεντρικές θέσεις στην αγορά. Όπου και να πήγαινες σου πιάνονταν η αναπνοή από τη βαριά μυρουδιά του καπνού, που έβγαινε από τις καπναποθήκες. Με τέτοιους εργάτες ξεκίνησε το κομμουνιστικό εργατικό κίνημα στην Ελλάδα. Και τέτοιοι εργάτες με επαναστατική διάθεση άλλαξαν το ιδεολογικό κλίμα της. Σ' αυτό βοηθούσαν ειδικά στη Θεσσαλία οι αγωνιστικές παραδόσεις της αγροτιάς. Η εξέγερση του Κιλελέρ (1910) εξακολουθούσε να αιωρείται σαν απειλή για τους κατόχους της γης. Οι μεθοδεύσεις δεν καθορίζονταν από τις συντηρητικές προοπτικές μιας σοσιαλίζουσας αστικής πολιτικής ηγεσίας, μα από το αρχάριο, το υπερεπαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα.

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα αν όχι εντελώς εκρηκτική, αλλά οπωσδήποτε καυτή διαμορφώθηκε η επαρχιακή διανόηση, που πριν αφήσει τα σχολικά θρανία, την κάθισαν στο «σκαμνί» της Δικαιοσύνης και την έκλεισαν στις φυλακές. Η τελευταία σε πληθυσμό από τις θεσσαλικές πόλεις Καρδίτσα, σχεδόν προπορεύονταν σε πολιτιστική οργάνωση στην περιοχή. Ο σύλλογος της «λαϊκής βιβλιοθήκης» γύρω στα 1930 επηρέασε σοβαρά τη στροφή προς τ' αριστερά της σχολικής και εργαζόμενης νεολαίας. Οι σοσιαλιστικές ιδέες ενσταλάχτηκαν στο Σκάρο εντελώς φυσικά. Αποτέλεσαν θεμελιακό στοιχείο της οικογενειακής και κοινωνικής ανατροφής. Ανατράφηκε κομμουνιστής και έμεινε κομμουνιστής. Το 1933 πρωτοστατεί σε μαθητική απεργία και αποβάλλεται από όλα τα Γυμνάσια του Κράτους. Το πρώτο του διήγημα δημοσιεύεται στο νεολαιίστικο περιοδικό της Αθήνας, «Νέος λενινιστής» το 1934. Στο δεύτερο χρόνο της δικτατορίας του Μεταξά το 1937, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε οχτώ μήνες φυλακή.

Δεκαεφτά χρονών, λοιπόν, ο Σκάρος αποβάλλεται από όλα τα Γυμνάσια. Είκοσι χρονών βλέπει την κοινωνία μέσα από τα σιδερόφραχτα παράθυρα των εγκληματικών φυλακών, ένας πολιτικός κατάδικος αυτός. Το όραμα του, παρ' όλ' αυτά, για τον αληθινό άνθρωπο και τον αυριανό κόσμο του στερεώθηκε ακόμα περισσότερο. Στο πρώτο του διήγημα καταδικάζει το χημικό πόλεμο. Στα είκοσι του χρόνια, το 1938, κυκλοφορεί τη νουβέλα του «Οι δυνατοί». Και τα δυο δημοσιεύματα του - με την οποιαδήποτε λογοτεχνική τους αξία - χαράζουν τις ιδεολογικές κατευθύνσεις που θ' ακολουθήσει σταθερά στην παραπέρα λογοτεχνική του δράση, θέμα της νουβέλας του είναι η ζωή της ορεινής Πίνδου. Ο Σκάρος είναι ο πεζογράφος του κάμπου και των βουνών της Πίνδου, όπως κλίνουν προς την απέραντη πεδιάδα. Οι «Δυνατοί» - στη δεύτερη έκδοση του 1958 μεταβαφτίστηκαν σε «Γεράκια της Πίνδου» - κινούνται στα άγρια αλλά ποιητικά τοπία της βουνίσιας ραχοκοκαλιάς της Ελλάδας. Τα ίδια αυτά πλάγια, τον περασμένο αιώνα ο Χρ. Χρηστοβασίλης τα τραγούδησε σε μια σειρά κυνηγετικά διηγήματα. Μόνο που ο Σκάρος δεν κυνηγάει αγριογούρουνα στα χιόνια. Εδώ έχουμε το κυνήγι του ψωμιού. Νομάδες οικοδόμοι γυρίζουν στα χωριά και χτίζουν σπίτια. Οι περιπέτειες τους στις χιονοθύελλες γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου. Πολλές απ' αυτές τις σελίδες τις διεκδικούν οι εργάτες - άνδρες και γυναίκες  που εργάζονται στα καπνοχώρια. Οι καπνεργάτες και οι χτιστάδες είναι στην προέλευση χωριάτες, μιλούν τη γλώσσα της υπαίθρου, μα δεν είναι ούτε καθαυτό αγρότες, ούτε κτηνοτρόφοι. Δεν είναι ούτε το περίσσευμα του τσελιγκάτου, ούτε του χωριάτικου νοικοκυριού που διοχετεύεται στα αστικά κέντρα. Ζουν και εργάζονται στα χωριά, όμως δεν είναι ήρωες ηθογραφίας.

Ο Σκάρος μεγάλωσε σε καπνοχώρια. Ο πατέρας του δούλευε για τους μεγάλους καπνέμπορους του Βόλου, της Θεσσαλονίκης. Ο θείος του από το σόι του πατέρα του ήταν καπνοπαραγωγός. Τα Κανάλια, η πατρίδα του έβγαζε καπνά. Το χώρο λοιπόν τον γνώριζε καλά. Ήξερε το λεξιλόγιο του καπνού και της επεξεργασίας του. Μοναδικές στην πεζογραφία μας είναι οι σελίδες που αφιερώνει στον κύκλο της παραγωγής και του εμπορίου των καπνών, στις συγκρούσεις εμπόρων και παραγωγών, στις επεμβάσεις της χωροφυλακής υπέρ των εμπόρων, στις  συλλήψεις. Δε σταυρώνουν τα χέρια οι παραγωγοί: «Τί μας χρειάζονται οι μεσάζοντες; Για να τρώνε περισσότερο από κείνο που θα έβγαζαν δουλεύοντας;... Τις προάλλες χτύπησε (η καμπάνα) για να σώσουμε τη σοδειά από τη θεομηνία. Τώρα θα χτυπήσει για να σώσουμε το χωριό απ' τους εμπόρους... Κάτω οι τσιφλικάδες και τα μετόχια! Κάτω οι μεσίτες. Κάτω οι έμποροι!» Δεν άργησε να ειδοποιηθούν και να 'ρθουν απ' το κεφαλοχώρι οι χωροφύλακες. Έπιασαν τους «πρωταίτιους». Τους έδεσαν στον πλάτανο και τους βασάνισαν. Στο τέλος τους πήραν μαζί τους για το κεφαλοχώρι. Όμως τους είχαν στήσει ενέδρα τα παλικάρια και τους ελευθέρωσαν. «Από τη μέρα κείνη το χωριό δεν ησύχασε. Τα πλατάνια ξεφλουδίστηκαν απ' τα βοϊδόνευρα και χαμηλά στις ρίζες τους το χώμα είχε μαυρίσει απ' το αίμα. Απαγορεύτηκε στους χωριάτες να κατεβαίνουν στα χωράφια και στους μαστόρους έταξαν διορία να φύγουν μακριά».

 Όλα αυτά τα στοιχεία: χώρος, άνθρωποι, γλώσσα, είναι πιο οργανικά δεμένα στα τρία διηγήματα της συλλογής του 1943. Είμαστε στην καρδιά της ξένης χιτλεροφασιστικής κατοχής. Σε μια νόμιμη έκδοση τούτης της εποχής δε θ' αξιώσουμε πολιτικό αφήγημα. Διαφορετικό συνεπώς το κλίμα από τα «Γεράκια της Πίνδου». Ίσως πιο ώριμα στο χειρισμό της γλώσσας, στο δούλεμα της φράσης, αλλά με το μέσο της ερωτικής διάθεσης μετάθεση στο χώρο της φαντασίας. Η «Χαραυγή», «Νεράιδες στο κρυόρεμα» πάνε στην κατηγορία των λαϊκών παραδόσεων ή των θρύλων. Οι ικανότητες του Σκάρου στο διήγημα θα φανούν στο «Βάλτο για παπιά» και στο «Βίος του Βρανιά» της ίδιας συλλογής. Ένα κυνήγι στο βάλτο. Οι κυνηγοί, η διαδικασία του κυνηγιού και τα άλλα, η συντροφιά στο τραπέζι, ξεδιπλώνονται άνετα, αυθόρμητα. Ατμόσφαιρα γεμάτη καλοσύνη. Το «βίος του Βρανιά» σε μεταφέρει στην αντίθετη πλευρά. Η διαμάχη γύρω από την ιδιοχτησία αφαιρεί από τους ήρωες κάθε ανθρώπινη αξία. Κατεβάζει τον άνθρωπο στον ηθικό βούρκο.

 Με αυτά τα δυο βιβλία κλείνει η πρώτη δημιουργική περίοδος του Σκάρου. Μετά την απελευθέρωση από την τριπλή ξενική κατοχή θ' αρχίσει με τη λογοτεχνική αξιοποίηση των βιωμάτων της οδυνηρής περιόδου. Κρατώ μια θολή ανάμνηση από την πρώτη μας συνάντηση. Ήμουν αρχισυντάκτης στο περιοδικό «Εθνική Αλληλεγγύη» της ομώνυμης αντιστασιακής οργάνωσης και έφερε στα γραφεία ένα απόσπασμα από τις ανέκδοτες ως τότε «Κλούβες» για δημοσίευση με το ψευδώνυμο Πύρος Βαρδής. Δεν άργησε να κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τον εκδότη Π.Κ. Ράνο το Δεκέμβρη του 1945 «Χρονικό της κατοχής», έτσι θα τα χαραχτηρίσει από την τέταρτη έκδοση. Δεν διαφέρει από μυθιστόρημα με τον τρόπο που παρουσιάζει το υλικό του χρονικού. Ανακατεύει στοιχεία που δεν ανήκουν στο χρονικό.

Στην πρώτη νουβέλα του «Οι δυνατοί» (ή τα «Γεράκια της Πίνδου») τους ήρωες του τους παίρνει από ιστορίες που κυκλοφορούν στο λαό. Γνωρίζει το χώρο, που δεν είναι άλλος από το χωριό, όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Επίσης γνωρίζει τη δουλειά στα καπνοχώραφα και τους χωριάτες που τα δουλεύουν. Ωστόσο αφήνει την εντύπωση του πρωτολείου στη σύγκριση με τα επόμενα διηγήματα και μυθιστορήματα. Διακρίνεται κάποια έλλειψη αυτοπεποίθησης στην αρχή της λογοτεχνικής του δημιουργίας. Δε φαίνεται ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της προσπάθειας του και αλλάζει τη μορφή. Οι «Κλούβες» στην τρίτη έκδοση διαφέρουν από την πρώτη. Ξαναγράφηκαν ύστερα από δεκαέξι χρόνια.

Οι καταχτητές για την προστασία των μεταφορών τους, μπροστά από τη μηχανή της σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας κολλούσαν ένα βαγόνι με δυο ως τρεις δεκάδες κρατούμενους. Ήταν η «κλούβα» με τους «όμηρους». Πίστευαν πως οι αντάρτες από σεβασμό για τη ζωή των συντρόφων τους, θ' απόφευγαν ν' ανατινάξουν το τραίνο με την «κλούβα». Οπωσδήποτε οι αντιστασιακές οργανώσεις το λαβαίνουν αυτό υπόψη τους. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις που δεν κατόρθωναν να το αποφύγουν. Ο Σκάρος πέρασε προσωπικά αυτή τη δοκιμασία. Έκανε όμηρος σ' αυτές τις «κλούβες». Συνεπώς το χρονικό είναι κομμάτι από τη ζωή του και από τα λίγα εξαιρετικά κείμενα που έχει δώσει ως τώρα ο κόσμος της Εθνικής Αντίστασης. Κείμενο που έμεινε πια, αφού δάμασε το χρόνο. Ο χώρος του χρονικού: το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, οι φυλακές Αβέρωφ, οι φυλακές στο σανατόριο της «Σωτηρίας» και, βέβαια, οι «κλούβες». Η χρονική του διάρκεια από τον Ιανουάριο του 1944, που τον συλλάβανε τα SS ως την απελευθέρωση στις 10 Οκτωβρίου 1944.

Ύστερα από πολλές περιπέτειες, διωγμούς, φυλακίσεις για πολιτικούς λόγους, πήρε το πτυχίο της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας διορίστηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, απολύθηκε για τις ιδέες του, ξαναδιορίστηκε στο υπουργείο Οικονομικών και έμεινε δημόσιος υπάλληλος ως την πρόσφατη συνταξιοδότηση του με το βαθμό του διευθυντή Α'.

Σε καινούρια φάση περνάει με το μυθιστόρημα του «Ανοιχτοί ουρανοί» («Κέδρος» 1958). Στο μεταξύ έχει εκδώσει «Το φλογισμένο βουνό» (ποιητικό θέατρο, 1954), επανακυκλοφόρησε την πρώτη συλλογή διηγημάτων με το νέο τίτλο «Χαραυγή» (α' εκδ. 1950) και έγραψε τις εντυπώσεις από ένα ταξίδι του στην κεντρική Ευρώπη με τον τίτλο «Το ταξίδι της Φιλίας» (1956). Τούτο το τελευταίο δεν είναι από τα συνηθισμένα ταξιδιωτικά βιβλία. Αν το συγκρίνουμε με τα κλασσικά του είδους, του Κώστα Ουράνη ή του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου - ο Καζαντζάκης κατατάσσεται αλλού - θα δούμε μια ουσιαστική διαφορά. Οι άλλοι θυσιάζουν στη φυσιολατρία, την ερμηνεία του μνημείου, στα παλιά κτίρια. Αποκλείουν τον άνθρωπο το σημερινό, που περιφέρεται ανάμεσα σ' αυτά χωρίς να αισθάνεται τίποτα. Δεν τους βάζει σε σκέψεις ο άνθρωπος που κάθεται κάτω από το βράχο της Ακρόπολης και δεν τους έχει ανέβει ποτέ

Ο Σκάρος ταξιδεύει με άλλη αντίληψη. θέλει να γνωρίσει τον καθημερινό άνθρωπο, το ζωντανό, που ζει με τα πάθη και την ταραχή του σύγχρονου κόσμου. Δε χωρίζει τον συγκαιρινό με τον περασμένο, το μνημειακό κόσμο. Οι ταξιδιωτικές του σελίδες πάλλουν από ζωή. Μια ζωή πολύ διαφορετική από κείνη που δίνει στα τοπία και τους κατοικημένους τόπους της ιδιαίτερης πατρίδας του. Στους γνώριμους τόπους της Ελλάδας, στα εσωτερικά των σπιτιών, στις αυλές, στα χωράφια, στους πετρωτούς δρόμους του χωριού, όλα αποπνέουν οικειότητα. Τα μέγαρα της Βενετίας, τα γεφύρια της Αυστρίας που γέρνουν από το βάρος του πολιτισμού και της ιστορίας εικόνες τόσο διαφορετικές για τη δική μας καθυστέρηση, φαντάζουν μπροστά στα μάτια μας σαν βγαλμένα από παραμύθια.

Την ίδια εποχή που κυκλοφορούσε «Το ταξίδι της Φιλίας», ο Σκάρος ξανοίγονταν σε νέους δρόμους, προς το είδος που χαραχτηρίζει τις νέες λογοτεχνικές τάσεις στην Ελλάδα: το μυθιστόρημα. Ήταν η «κατ' εξοχήν» αστική πεζογραφία. Πριν από το μεσοπόλεμο ο Ξενόπουλος και μερικοί άλλοι που μετρούνταν στα δάχτυλα της «μιας χειρός», αναπλήρωναν μόνοι τους την έλλειψη μυθιστοριογράφων. Το διήγημα που έλειπε εντελώς στα πενήντα χρόνια του ρομαντισμού (1830-1880) κάλυπτε όλο το χώρο της πεζογραφίας. Δυο ορόσημα: Παπαδιαμάντης-Βουτυράς. Το φαινόμενο αποδόθηκε στην έλλειψη αστικής κοινωνίας, όμως την άποψη αυτή την αντιστρατεύεται η κυριαρχία του μυθιστορήματος πριν από το 1880, όταν η ελληνική κοινωνία δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί. Δεν αποκλείεται να έπαιξε ρόλο το ότι οι μυθιστοριογράφοι αυτοί - οι περισσότεροι Φαναριώτες - έζησαν και διαμορφώθηκαν στο εξωτερικό (Σούτσος, Ραγκαβής, Καλλιγάς, Ξένος, Βικέλας).

Κατά τη γενική αντίληψη από το μεσοπόλεμο και δώθε πεζογράφος θα πει μυθιστοριογράφος του μεσοπόλεμου. Οι περισσότεροι από αυτούς κινήθηκαν μέσα στον αστικό χώρο ως αστοί, αν και ο καθένας είδε τις κοινωνικές καταστάσεις από διαφορετική οπτική γωνία. Ο Σκάρος από έφηβος γνώρισε τον κόσμο μέσα από το κομμουνιστικό κίνημα. Συνεπώς ανήκει στους πρώτους που μετά τον πόλεμο σχημάτισαν το νέο κύκλο των αριστερών πεζογράφων (Κώστας Κοτζιάς, Σωτ. Πατατζής, Α. Φραγκιάς). Από τα πρώτα του βήματα ως σήμερα τίποτα δεν έγραψε που να μην αποβλέπει στη μελέτη του εργατικού κινήματος και να μην συμβάλει στη δημοτικότητα του σοσιαλιστικού ιδανικού.

Στη συγγραφική του ζωή απόφυγε τον «απόλυτο» υποκειμενισμό, την «εσωτερική» πεζογραφία. Στο έργο του κυριαρχεί η αντικειμενικότητα, η κοινωνική ή πολιτική σκοπιμότητα, που δε διαφέρει από την κομματικότητα. Οι αντίθετοι σ' αυτή την αρχή εννοούν να τη συκοφαντούν, όπως κάνουν άλλωστε και με το μαρξισμό, ερμηνεύοντας την ως «γραμμή του κόμματος». Ο συγγραφέας που ζει τη ζωή της κοινωνίας αντιδρά στα καθέκαστα της σαν ένα άτομο υπεύθυνο με τις ιδιαίτερες ικανότητες του. Δεν περιμένει την εντολή από κάποιο κέντρο για να σχεδιάσει ή να γράψει το διήγημα ή το μυθιστόρημα του. Ένας συγγραφέας με προσωπικότητα δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτόν το μηχανικό τρόπο. Έπειτα, κανείς άλλος εκτός από τον ώριμο συγγραφέα δεν διεισδύει μέσα στα άτομα του περιβάλλοντος του, που θα τα μεταφέρει στο μυθιστόρημα του, τόσο ολοκληρωμένα όσο αυτός. Πολύ τελευταία επισημάνθηκε η σπουδαιότητα της μελέτης των κοινωνιών με τη βοήθεια των λογοτεχνιών. Ο λογοτέχνης είναι ένας μελετητής του ατόμου, ή συνόλου ατόμων, ειδικός και γι' αυτό μοναδικός. Για να φτάσει σ' αυτό το σημείο δεν μπορεί να είναι ένας μηχανικός δέχτης εντολών.

Ένας κομμουνιστής συγγραφέας δεν μπορεί ποτέ να μπερδεύει τη στρατηγική με την ταχτική του κόμματος, το σταθερό με το επίκαιρο στοιχείο. Το δεύτερο, αν συνδέει άμεσα τη «θέση» με την επικαιρότητα αφαιρεί από αυτή τη θέση τη διάρκεια, αλλά και από το λογοτεχνικό έργο. Διαλέγει λοιπόν από την επικαιρότητα τα στοιχεία της στρατηγικής που κλείνει μέσα της και που αποτελούν την ουσία της. Ασφαλώς είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι ισορροπίας και απαιτεί προσοχή και λεπτότητα στους χειρισμούς, ιδιαίτερα όταν επεμβαίνει η αισιοδοξία στις προοπτικές για το άμεσο μέλλον, που ενώ είναι θεμιτή για τη στρατηγική - ο σοσιαλισμός οπωσδήποτε θα νικήσει - συχνά διαψεύδεται από τις αναποδιές της ταχτικής.

Οι «Ανοιχτοί ουρανοί» («Κέδρος», 1958) είναι το πρώτο καθαυτό μυθιστόρημα του Σκάρου. Η υπόθεση ξετυλίγεται σε δυο γεωγραφικούς χώρους: στον ως τώρα γνωστό της δυτικής Θεσσαλίας και στην Αθήνα. Προϋποθέτει και ήρωες σχετικής τοπικής καταγωγής: χωριάτες και αστοί. Η δραματική σύγκρουση ανάμεσα σε δυο οικογένειες του χωριού είναι το πιο κοινό μοτίβο της ελληνικής ηθογραφίας. Κτηματικές διαφορές ή διαφορές ταξικού επιπέδου σε συνοικέσια. Τα πρώτα κεφάλαια αφήνουν την εντύπωση ηθογραφικού μυθιστορήματος. Στα επόμενα με την εισαγωγή στη σύγκρουση του πολιτικού και ιδεολογικού στοιχείου, ξεκαθαρίζεται η κεντρική ιδέα του συγγραφέα να δοθεί το πολιτικό κλίμα κρίσιμης πολιτικής στιγμής της μεταπολεμικής και μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου. Το εγκληματικό όργιο της Δεξιάς, κρατικής και παρακρατικής, φτάνει στο απόγειο του και αρχίζει ο κορεσμός και η κάμψη. Το αίτημα της συμφιλίωσης διατυπώνεται από παντού. Ο συμβολικός συνδετικός κρίκος, όπως πάντα, η έλξη των ετερώνυμων. Ο Δήμος και η Χρύσα. Ο πρώτος προέρχεται από την Αριστερά. Η Χρύσα, κόρη του Ανδρώνη, φονιά του θείου του Δήμου. Δυο οικογένειες, δυο πολιτικές παρατάξεις, αντίπαλες με πολλές δυσκολίες θα φτάσουν στο πάντρεμα.

Ο σκελετός βέβαια αυτός συνηθισμένος στην ηθογραφία με την εξέλιξη της πλοκής χάνεται, κάτω από τη ρεαλιστική απόδοση του πολιτικού κλίματος της δεκαετίας 1950-1960. Οι ήρωες, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, εκφράζουν με πειστικότητα την πραγματικότητα του καιρού. Ανάμεσα στις δύο κύριες παρατάξεις παρεμβάλλεται και μια τρίτη ομάδα, επιχειρηματιών αυτή τη φορά. Είναι αυτή που ωφελείται από τη νίκη της Δεξιάς, που μέσα από διάφορες διασυνδέσεις μαζί με τους «συμμάχους» ξαναφέρει στην Ελλάδα Γερμανούς εγκληματίες πολέμου με τη μορφή εκπροσώπων διαφόρων εταιριών της Ομοσπονδιακής Γερμανίας

Ως σύμβολο αισιόδοξης αλλαγής ο Σκάρος χρησιμοποιεί την πρώτη πτήση του τεχνητού δορυφόρου από τη Σοβιετική Ένωση. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ανθρώπινη θέληση. Αυτό το κατόρθωμα σκόρπισε την αισιοδοξία σε όλους τους ανθρώπους και το θαυμασμό για τις προόδους της σοσιαλιστικής χώρας. Ο τίτλος του βιβλίου «Ανοιχτοί ουρανοί» βγήκε ακριβώς απ' αυτό το θαυμαστό ανθρώπινο εγχείρημα. Η Χρύσα είχε βρεθεί στην Αθήνα πάνω στην ώρα. Με την επιτροπή των γυναικών πήγε κ' η ίδια στους πολιτικούς αρχηγούς και την κυβέρνηση να ζητήσει λήθη και ειρήνευση: «ʼνοιξαν οι ουρανοί, μωρέ, κ' εδώ θα κρατούν κλειστές τις φυλακές;».

Αλλά οι αισιόδοξοι «Ανοιχτοί ουρανοί» αντικαταστάθηκαν από την «Κρίσιμη καμπή», τον τίτλο της δεύτερης αναθεωρημένης έκδοσης του 1972 στον Καναδά. Η αναθεώρηση έγινε στο Βέλγιο στη χώρα της πολιτικής προσφυγιάς. Το φωτεινό όραμα του Σπούτνικ σκοτείνιασε στην Ελλάδα. Η αισιόδοξη προοπτική για ομαλότητα ανακόπηκε. Η «Κρίσιμη καμπή» φανερώνει τη διαφορετική διάθεση του συγγραφέα, την απογοήτευσή του από την επιδείνωση των πολιτικών πραγμάτων. Οπωσδήποτε η αισιοδοξία σε σπρώχνει να επεκτείνεις την πραγματικότητα στο μέλλον, να την εξιδανικεύεις για λογαριασμό του μέλλοντος. Το να προλαβαίνεις τα πράγματα πριν ακόμα διαμορφωθούν, δεν είναι έξω από την ανθρώπινη λειτουργία. Η προοπτική είναι απαραίτητη στο σχεδιασμό για την αλλαγή της ζοφερής πραγματικότητας. Χωρίς την προοπτική παύεις να αντιμετωπίζεις ενεργητικά τις καταστάσεις. Η απογοήτευση και η απαισιοδοξία σε αδρανοποιεί, αν και σε βοηθάει να δεις την ωμή πραγματικότητα καλύτερα. Όπως είδαμε με το κλείσιμο της εφτάχρονης τυραννίας ξανάνοιξαν, περισσότερο από πριν, οι ουρανοί. Στην πρώτη έκδοση του το μυθιστόρημα είναι ολοκληρωμένο παρά στη δεύτερη.

Ο Σκάρος καθιερώθηκε σχεδόν με το τρίτομο μυθιστόρημα του, την τριλογία, «Οι ρίζες του ποταμού». Ο πρώτος τόμος με τον τίτλο «Ραγιάδες και κολίγοι» εκδόθηκε το 1960, ο δεύτερος με τον τίτλο «Αστοί και εργάτες» το 1966 και ο τελευταίος με τον τίτλο «Αντίσταση και Πόλεμος» το 1979. Περισσότερο από δέκα χρόνια προετοιμάζονταν για να γράψει το έργο. Πριν από το 1960 δημοσίευσε κομμάτια από τον πρώτο τόμο στην εφημερίδα «Αυγή» σε συνέχειες. Οι «Ραγιάδες και κολίγοι» είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Ιστορεί τη ζωή των Θεσσαλών αγροτών στα χρόνια της τουρκοκρατίας και στα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Καθαυτό ιστορικό μυθιστόρημα είναι ο πρώτος τόμος κ' ένα μεγάλο μέρος του δεύτερου. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει το μεσοπόλεμο, που τον έζησε ως την εφηβεία του σχεδόν. Είναι μια περίοδος για την οποία έχει δικές του παραστάσεις.

Οι «Ρίζες του ποταμού» σχεδόν επιβλήθηκαν χωρίς τη βοήθεια της κριτικής. Το αναγνωστικό κοινό τις δέχτηκε θερμά. Πέντε εκδόσεις μέσα σε είκοσι χρόνια για ένα μυθιστόρημα 1350 σελίδων πείθουν για την καλή υποδοχή του από το πλατύ κοινό. Φαίνεται πως κάλυψε ένα κενό αισθητό στο κοινωνικό μυθιστόρημα. Το λαϊκό εργατικό κίνημα είχε πολλές καταχτήσεις στην ποίηση, την πεζογραφία και το θέατρο από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Κανείς όμως δεν είχε επιχειρήσει να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα το αγροτικό και εργατικό κίνημα. Οι λίγοι κριτικοί που ασχολήθηκαν με το έργο μίλησαν ευνοϊκά. Ο Βάσος Βαρίκας από την εφημερίδα «Βήμα» διατύπωσε επιφυλάξεις θεωρητικού χαραχτήρα. Δεν είναι τα άτομα που πρωταγωνιστούν, είπε, αλλά τα γεγονότα και οι καταστάσεις. Οι άνθρωποι παραμένουν φιγούρες αντιπροσωπευτικές κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Πραγματικά ο πεζογράφος που μυθιστοριοποιεί την ιστορία, ξεφεύγει από τα πλαίσια της λογοτεχνίας, αν στους ήρωες του δεν κατορθώσει να εμφυσήσει ζωή, όπως και σε άλλα ήδη λόγου, και τους παρουσιάζει άψυχες μαριονέτες. Μα αυτό δεν συμβαίνει στις «Ρίζες του ποταμού». Ο αναγνώστης δε μαθαίνει την ιστορία, όπως υποστήριξε ο Βαρίκας - αυτό έρχεται μαζί με την αναπαράσταση της ζωής των κολίγων - μα τους ανθρώπους που με τους αγώνες τους δημιούργησαν την ιστορία. Τα δρώντα πρόσωπα όσο κι αν καλούνται να φέρουν κοντά μας ζωντανή την ιστορία δεν είναι εντελώς ιστορικά, πλάσματα της φαντασίας. Στην εποχή και στον τόπο που γεννιέται και μεγαλώνει ο Σκάρος, αν ακόμα δε ζουν οι αγρότες, του 1854 και του 1900, οι χαραχτήρες τους επιβιώνουν. Η ζωή στα χωριά και στις πόλεις, όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, δεν άλλαξε σε τέτιο βαθμό ώστε ένας μυθιστοριογράφος, που βγαίνει αργότερα από αυτόν τον κόσμο, να μη βρίσκει τίποτα από τα παλιά πρότυπα. Γι' αυτό τα σκηνικά του μυθιστορήματος, οι πρωταγωνιστές και τα άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα, είναι βγαλμένα από τη δική του ζωή. Όσα ο Σκάρος ζωντανεύει στο έργο του δεν είναι εντελώς μύθος. Το παρελθόν το αναπαριστά με το βιωμένο παρόν.

Η ζωή παρασταίνεται στο σύνολο της, πλήρης και με το φολκλορικό της στοιχείο, με το ηθογραφικό. Στους «Ανοιχτούς ουρανούς» ξεπερνιέται η ηθογραφία με τον προσανατολισμό τους προς το πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα. Στις «Ρίζες του ποταμού» το ηθογραφικό και τα άλλα στοιχεία της καθημερινής ζωής ρεαλιστικοποιούν την ιστορία, δίνουν στην ιστορική αφήγηση τους παλμούς της σύγχρονης ζωής.

Όταν γύρω στα 1930 τα στρατιωτικά πραξικοπήματα ακολουθούν το ένα τ' άλλο, για να καταλήξουν στη δικτατορία του 1936, παρατηρήθηκε μια στροφή στο ιστορικό μυθιστόρημα. Ήταν ένας τρόπος αυτομόλησης από την πραγματικότητα. Έτσι εξηγήθηκε από μερικούς μελετητές, και σωστά. Η εφημερίδα «Νέα» (22.12.1947) απέδινε το φαινόμενο στην ηθική κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος. Έστρεφε τον άνθρωπο στον εαυτό του, προς τις ρίζες του, το έθνος. Η επιστροφή στις ρίζες, το πρόσταγμα που κάθε τόσο επανέρχεται όταν αναζητείται διέξοδος από το ιδεολογικό αδιέξοδο είναι ρομαντική. Επιδιώκει να νεκραναστήσει το παρελθόν. Οι «Ρίζες» του Σκάρου είναι η απαρχή του επαναστατικού λαϊκού κινήματος. Ξεκινάει από τα μέσα του 19ου αιώνα και φτάνει στην πρόσφατη Εθνική Αντίσταση και προχωρεί ως τις μέρες μας χωρίς να σταματάει και σ' αυτές. Δεν επιδιώκει καμιά νεκρανάσταση, δε συσταίνει καμία επιστροφή. Το βιώσιμο παρελθόν το συναντούμε στους νέους αγώνες. Τους παλιούς και τους νέους αγώνες τους συνδέει μια αδιάκοπη αλυσίδα που τραβάει διαρκώς προς τα μπρος, προς την τελική νίκη όλων των εργαζομένων, του λαού. Είναι συνεπώς, ιστορικό μυθιστόρημα άλλου είδους, διαφορετικό από αυτό που έδωσε η αστική λειτουργία. Γι' αυτό και είναι μοναδικό μέσα στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος.

ʼλλα δυο μυθιστορήματα έδωσε ο Σκάρος ύστερα από τις «Ρίζες του ποταμού». Ο «Κόσμος των ελπίδων» («Σύγχρονη Εποχή», 1976) και «Ο σημερινός κόσμος» (εκδ. «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος», 1983). Και τα δυο διαφέρουν μεταξύ τους στη μορφή - όπως και με τα προηγούμενα - όχι όμως και στο περιεχόμενο. Όπως γράφει και ο Μ.Γ. Μερακλής στην εισαγωγή του «Σημερινού κόσμου»: «δεν απομακρύνεται από τα θέματα που απασχολούν εδώ και χρόνια τώρα την πεζογραφία του: την ιστορική τύχη του τόπου μας, προπάντων στα χρόνια του πολέμου κι ύστερα, με επίκεντρο τη μείζονα περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του, τη Θεσσαλία». Ύστερα από τις πολυσέλιδες και πολυπρόσωπες «Ρίζες», ο αναγνώστης αισθάνεται πιο ελαφριά την ανάσα του με τον «Κόσμο των ελπίδων». Κ' εδώ διεκτραγωδείτε η μοίρα του τόπου και των αγωνιστών της ελευθερίας. Δεν ξεφεύγει από το μόνιμο θέμα του τη διεξαγωγή του αγώνα της εργατικής τάξης, μόνο που εδώ δεν έχει κατάφατσα τον αντίπαλο της, το κράτος των εφοπλιστών, των μονοπωλίων, των τραπεζών. Το πεδίο της μάχης, δεύτερο σε σημασία, βρίσκεται στις χώρες τις δυτικής Ευρώπης και υπηρετεί τον αγώνα που δίνουν οι εργάτες, οι διανοούμενοι, οι στρατιωτικοί, οι φοιτητές, οι αγρότες κατά της «χούντας» μέσα στην Ελλάδα. Αμφιβάλλει κανείς αν είναι μυθιστόρημα σύμφωνα με τα κλασσικά δεδομένα, ή μια συλλογή διηγημάτων εξαρτημένων μεταξύ τους. Σε όλα κινούνται τα ίδια πρόσωπα που ανήκουν στις αντιδικτατορικές επιτροπές του εξωτερικού. Ο Σκάρος, που ήταν πρόεδρος αυτών των επιτροπών, στον «Κόσμο των ελπίδων» αντί να γράψει την ιστορία του κινήματος, προτίμησε ν' απεικονίσει τη δράση τους μέσα από τις συζητήσεις των Ελλήνων αντιφασιστών, όπως θα το έκανε με ένα μαγνητόφωνο που θα κουβαλούσε διαρκώς μαζί του στα ταξίδια του από χώρα σε χώρα με το τραίνο, στις συναντήσεις στα σπίτια που τον φιλοξενούσαν ή γινόντουσαν οι συνεδριάσεις. Όλο το βιβλίο εκατόν εξήντα σελίδων δεν είναι άλλο από μια αδιάκοπη σειρά διαλόγων. Αν και δε συζητούν παρά τα ίδια και τα ίδια, πότε ο Ιάσωνας πρέπει να βρίσκεται στη Στοκχόλμη και πότε ο Νίκος θα έρθει από το Παρίσι, οι σελίδες έχουν σφρίγος και ζωντάνια.

Παρελαύνει η ζωή των Ελλήνων μεταναστών στις χώρες της δυτικής Ευρώπης με τις δυσκολίες της ζωής τους, τα στενόχωρα σπίτια τους, το μεγάλωμα των παιδιών τους, να πηγαίνει στη νυχτερινή βάρδια ο άντρας για να κάθεται η γυναίκα με τα μικρά.

Μέσα απ' αυτή τη σειρά των διηγημάτων παρουσιάζεται ο αγώνας, η πορεία του που φτάνει στην πτώση της δικτατορίας. Από εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού των ελεύθερων φοιτητών της Αθήνας ακούγεται το νικητήριο «Απόψε πεθαίνει ο φασισμός». Η πλοκή του μυθιστορήματος πρωτότυπη αλλά φανερή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Ύστερα από εφτά χρόνια ο Σκάρος κυκλοφορεί το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο σημερινός κόσμος» (1983). Ενώ δεν απομακρύνεται από τα καθέκαστα του εργατικού κινήματος — εργατικού στην κοσμοθεωρία — δε μοιάζει με τα προηγούμενα μυθιστορήματα του. Ο συγγραφέας δεν επαναλαμβάνεται. Όταν εξετάζουμε π.χ. τους «Ανοιχτούς ουρανούς» μέσα από τον «Κόσμο των ελπίδων» και το «Σημερινό κόσμο», βρίσκουμε πως ο δημιουργός τους μέσα στα τριάντα χρόνια που έχουν περάσει απόχτησε πολύ περισσότερες δυνατότητες να διατυπώνει τις γνώμες του πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα και ν' απεικονίζει την πραγματικότητα. Τα πρόσωπα που διαλέγει για να την εκφράσουν και να την αντιμετωπίσουν, στους διάλογους ή τους μονόλογους τους διατηρούν την ανεξαρτησία του πνεύματος και των κινήσεων τους και δεν αφήνουν καθόλου να φανεί πώς δημιουργήθηκαν όλα από τον ίδιο πλάστη. Στον «Κόσμο των ελπίδων» ο χώρος είναι εντελώς άλλος από τη δυτική Θεσσαλία - η δυτική Ευρώπη. Μαζί με το γνώριμο μας θεσσαλικό τοπίο χάνεται τώρα και η ιδιωματική θεσσαλική γλώσσα. Σε μια ατμόσφαιρα κοσμοπολίτικη πλέουν τα πάντα, που δεν κρατά όμως τίποτα από το παλιό κοσμοπολίτικο μυθιστόρημα του μεσοπολέμου. Εδώ δεν υπάρχει η μεγάλη ζωή των ευρωπαϊκών κέντρων με τα ουίσκυ και τα σαξόφωνα. Εργάτες μετανάστες κινούνται στις μεγαλουπόλεις της Δύσης, στους σταθμούς των σιδηροδρομικών κόμβων ή ακολουθούν διαδηλώσεις στις λεωφόρους των πόλεων διεκδικώντας το αγαθό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.

Ξαναγυρίζει όμως και στα δυο (γλώσσα και τοπίο της Θεσσαλίας) με το «Σημερινό κόσμο». Παρ' όλ' αυτά και πάλι δε μοιάζει με κανένα προηγούμενο μυθιστόρημα του. Έχει μια πρωτότυπη πλοκή, που ελαφρά μπερδεύει τον αναγνώστη με τις συνεχείς αναδρομές, αλλά και πρωτότυπη ανάλυση των προβλημάτων από ανθρώπους του κινήματος, βασανισμένους, φυλακισμένους, αντάρτες, βιοπαλαιστές, σε ώρες αργίας ή βιοποριστικής απασχόλησης. Περνάν θέματα οικολογίας, θέματα τέχνης και θέματα φιλοσοφίας και επιστήμης μέσα από συζητήσεις ανάλαφρες, χωρίς να παραβιάζουν τα πλαίσια της λογοτεχνίας. Η υπόθεση χωρίς να είναι κι αυτή αυστηρή, ρέει ομαλά, ευφρόσυνα. Μέσα στα όρια του πεζού λόγου συχνά νιώθεις μια ποιητική ατμόσφαιρα να σε παρασύρει στον κόσμο που θέλει ο μυθιστοριογράφος. Και νομίζω πως στον «Σύγχρονο κόσμο» ο αναγνώστης απολαμβάνει μια ποίηση ποιότητας, που είναι ποίηση, αν και δεν έχει δοθεί σε στίχους, ούτε με τη μορφή του πεζοτράγουδου.

Σ' αυτό το τελευταίο του θέλει να δόσει το χρώμα μιας ιστορικής εποχής, ή ενός κοινωνικού και πολιτικού αγώνα. Στο «Σημερινό κόσμο» οι πρωταγωνιστές χωρίς να φτάνουν το αναρίθμητο πλήθος, όπως στις «Ρίζες του ποταμού», απαρτίζουν μια ομάδα πολιτικοποιημένων ατόμων, που πρωτοστατεί στα γεγονότα. Τούτη την ομάδα τη συγκροτούν πρόσωπα ενός επιπέδου, ελεύθερα στη σκέψη, που τα χαραχτηρίζει συνειδητή πειθαρχία και καρτερία στον αγώνα. Αυτή η διαπίστωση φανερώνει πως οι αρετές αυτών των προσωπικοτήτων του κινήματος πηγάζουν από το δημιουργό συγγραφέα που πλάθει με επιτυχία τον κόσμο των μυθιστορημάτων του με δική του ευθύνη, με δική του ικανότητα, με εικόνες και παρατηρήσεις που αποθήκευσε ακόμα και μέσα στο υποσυνείδητο του μετέχοντας στο κομμουνιστικό κίνημα.

Ο λαός, βέβαια, είναι ο δημιουργός της τύχης του, ο οργανωτής του πολιτικού του κινήματος, που βοηθάει να φτάσει γρηγορότερα στο σκοπό του. Αυτόν τον λαό ο Σκάρος τον μεταφέρει μέσα στα βιβλία του με τις γενικότητες και τις ιδιαιτερότητες του. Με τη μαστοριά του ξαναδημιουργεί την κοινωνία που πέρασε, ή που περνάει, ερμηνευτικά και κριτικά. Τη βλέπει την κοινωνία με το δικό του μάτι, που είναι και το μάτι της συνειδητοποιημένης τάξης των εργαζομένων, αυτής που αγωνίζεται να την αλλάξει σύμφωνα με τους ιστορικούς νόμους κι όχι με τα ιδιαίτερα, τα περιορισμένα συμφέροντα της. Ο Σκάρος κατέχει περίβλεπτη θέση στην πεζογραφία μας.

Υπηρεσίες
Κατασκευή Ιστοσελίδων
Διαφήμηση και Προβολή
Γραφιστικά
Ανάπτυξη Εφαρμογών
Εγκατάσταση-Αναβαθμίση
Τεχνική Υποστήριξη
Δείτε
Πολιτισμός
Μουσεία
Δημοτική Πινακοθήκη
Λαϊκή Βιβλιοθήκη
Καραγκούνηδες
Πολιτιστικές Εκδηλώσεις
Πληροφορίες
Διαμονή
Διασκέδαση
Φαγητό
Δρομολόγια ΚΤΕΛ
Πρόγραμμα Κινηματογράφου
Χρυσός Οδηγός
Φαρμακεία
Τράπεζες
ΜΜΕ
Επιχειρήσεις
Internet Cafe
thewed.gr
Διάβασε

..::Η IP σας, 18.97.14.82 ,καταγράφεται για λόγους ασφαλείας.
Μην κάνετε κακή χρήση του συστήματος::.
Διαχείριση Δικτυακού Τόπου : Μεσιακάρης Παναγιώτης
Copyright © 2004 - 2009 - PcPlus

Η σελίδα δημιουργήθηκε σε 0.000797 δευτερόλεπτα.